- μαλακότριχος
- μᾰλᾰκό-τρῐχος, ον,A with soft hair, Gal.4.605, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλακότριχος — μαλακότριχος, ον (Α) αυτός που έχει απαλά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
μαλακότριχον — μαλακότριχος with soft hair masc/fem acc sg μαλακότριχος with soft hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακότριχα — μαλακότριχος with soft hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek